πιεστήριος

πιεστήριος
-α, -ο / πιεστήριος, -ον, ΝΜΑ, και πιαστήριος Α [πιεστήρ]
1. αυτός με τον οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι («πιαστήρια /ὄργανα», Ηλιόδ.)
2.το ουδ. ως ουσ. το πιεστήριο(ν) και πιαστήριον
το όργανο με το οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. 1.το πιεστήριο
κάθε όργανο ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία και βιοτεχνία για συμπίεση, σύνθλιψη διαφόρων σωμάτων και εμφανίζεται με διάφορες μορφές και συστήματα ανάλογα με την ειδική χρήση του, κν. πρέσα
2. φρ. α) «πιεστήριο συσκευασίας» — χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο πιεστήριο που χρησιμοποιείται για τη συσκευασία βιομηχανικών ή γεωργικών προϊόντων
β) «υδραυλικό πιεστήριο» — πιεστήριο που στηρίζεται στην αρχή τού Πασκάλ και χρησιμοποιείται για τη δημιουργία πολύ υψηλών πιέσεων προκειμένου να ελεγχθεί η ανθεκτικότητα μετάλλινων οργάνων ή μηχανών ή η κατεργασία μετάλλων
γ) «τυπογραφικό πιεστήριο» — το πιεστήριο που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για εκτύπωση με πίεση πάνω σε χαρτί κειμένων και εικόνων
δ) «στιλβωτικό πιεστήριο»
(υφαντ.) μηχανική διάταξη με την οποία εφαρμόζεται πίεση σε ένα ύφασμα και λειαίνεται και γυαλίζεται η επιφάνειά του
ε) «πιεστήριος μυς»
ανατ. μυς που προκαλεί τη σύσφιγξη μεταξύ τών δύο μερών ενός οργάνου τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιεστήριον — πιεστήριος pressing masc/fem acc sg πιεστήριος pressing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεστηρίοις — πιεστήριος pressing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεστηρίῳ — πιεστήριος pressing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεστήριο — το βλ. πιεστήριος …   Dictionary of Greek

  • πραισόριον — και πρησώριον, τὸ, Α πιεστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pressorium, ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιθ. pressorius «πιεστήριος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”